- κενεαγγικός
- κενεαγγικός, -ή, -όν (Α) [κεναγγής]1. αυτός που έχει κενά τα αγγεία τού σώματος2. εξαντλημένος3. φρ. «κενεαγγικόν πάθος» — η κενεαγγίη*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενεαγγικόν — κενεαγγικός exhausted masc acc sg κενεαγγικός exhausted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαγγικοῖσιν — κενεαγγικός exhausted masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαγγικῶς — κενεαγγικός exhausted adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek